ξανθοκομης

ξανθοκομης
    ξανθοκόμης
    -ου adj. m Pind., Theocr. = ξανθόθριξ См. ξανθοθριξ

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξανθοκομης" в других словарях:

  • ξανθοκόμης — ξανθοκόμης, δωρ. τ. ξανθοκόμας, ὁ (Α) αυτός που έχει ξανθά μαλλιά, ξανθομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + κόμης / κόμᾱς (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. λευκο κόμης, χρυσο κόμης] …   Dictionary of Greek

  • ξανθοκόμης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθοκόμαι — ξανθοκόμης masc nom/voc pl ξανθοκόμᾱͅ , ξανθοκόμης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθοκομᾶν — ξανθοκόμης masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθοκόμου — ξανθοκόμης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθόκομος — ξανθόκομος, ον (Α) (δ. γρφ·) ξανθοκόμης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ξανθοκόμης] …   Dictionary of Greek

  • ξανθοκόμας — ξανθοκόμᾱς , ξανθοκόμης masc acc pl ξανθοκόμᾱς , ξανθοκόμης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»